- τριφύλακος
- -ον, Ααυτός που κατά τη διάρκειά του εναλλάσσονται εκ περιτροπής τρεις ομάδες φυλάκων, τρεις βάρδιες («τριφυλάκου τῆς νυκτὸς οὔσης», Σχολ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -φύλακος (< φυλακή), πρβλ. πεντα-φύλακος].
Dictionary of Greek. 2013.